λαμπρότης

λαμπρότης

λαμπρότης, ητος, ἡ, Glanz, καὶ τάξις τοῦ στρατεύματος Xen. An. 1, 2, 18; καὶ κόσμοι Plut. Them. 8; τῶν ὅπλων Pol. 11, 9, 1; – Ruhm, Ansehen, Her. 2, 101; καὶ τιμαί Thuc. 4, 62; καὶ αὔχημα 7, 75; Folgde; τῶν πράξεων D. gie. 16, 66; – Glanz u. Pracht im Aufwande, Dem. 21, 158; auch Glanz der Rede, Rhett.; von der Stimme, Plut. Philop. 11; – ψυχῆς, Seelengröße, Pol. 32, 23, 1; D. Sic. 4, 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαμπρότης — λαμπρότης, ητος, ἡ (AM) βλ. λαμπρότητα …   Dictionary of Greek

  • λαμπρότης — brilliancy fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπροτήτων — λαμπρότης brilliancy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρότησι — λαμπρότης brilliancy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρότησιν — λαμπρότης brilliancy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρότητα — λαμπρότης brilliancy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρότητας — λαμπρότης brilliancy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρότητες — λαμπρότης brilliancy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρότητι — λαμπρότης brilliancy fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρότητος — λαμπρότης brilliancy fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”