- λιθάς
λιθάς, άδος, ἡ, = λίϑος; σεῦεν κύνας – πυκνῇσιν λιϑάδεσσι Od. 14, 36, ϑάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα πυκνῇσιν λιϑ., 23, 193; – ἀκροβόλων δ' ἐπάλξεων λιϑὰς ἔρχεται Aesch. Spt. 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθάς, άδος, ἡ, = λίϑος; σεῦεν κύνας – πυκνῇσιν λιϑάδεσσι Od. 14, 36, ϑάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα πυκνῇσιν λιϑ., 23, 193; – ἀκροβόλων δ' ἐπάλξεων λιϑὰς ἔρχεται Aesch. Spt. 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθάς — λιθάς, άδος, ἡ (Α) [λίθος] 1. λίθος, βράχος («σεῡεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (με περιλπτ. σημ.) α) βροχή λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», Αισχύλ.) β) σωρός λίθων … Dictionary of Greek
λιθάς — stone fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδας — λιθάς stone fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδες — λιθάς stone fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδεσι — λιθάς stone fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδεσσι — λιθάς stone fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδεσσιν — λιθάς stone fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδος — λιθάς stone fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
побити — ПОБИ|ТИ (71), Ю, ѤТЬ гл. 1.Побить, избить, осыпать ударами: ...смьрьди побити клеветьника. ГрБ № 247, 20–50 XI; ѹли˫анъ престѹпникъ. пославъ воины камениѥмь поби и. съ двѣма ѹченикома ѥго. ПрЛ 1282, 37г; см҃ртью да ѹмреть. каменьемь да побиеть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κεμάς — κεμάς, άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α) μικρό, νεαρό ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama «χωρίς κέρατα» … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek