- λιθο-πρίστης
λιθο-πρίστης, Steine sägend, πρίων, Poll. 10, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-πρίστης, Steine sägend, πρίων, Poll. 10, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρμαροπρίστης — ο αυτός που κόβει μάρμαρα χρησιμοποιώντας ειδικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + πρίστης (< πρίω «κόβω, πριονίζω»), πρβλ. λιθο πρίστης] … Dictionary of Greek