- θελξί-φρων
θελξί-φρων, ον, = ϑελξίνοος; ἔρωτες Eur. Bacch. 402; παλμός Ep. ad. (IX, 505); so heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 9); oft Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελξί-φρων, ον, = ϑελξίνοος; ἔρωτες Eur. Bacch. 402; παλμός Ep. ad. (IX, 505); so heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 9); oft Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυψίφρων — κρυψίφρων, ονος, ὁ, ἡ (Μ) κρυψίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + φρων (< φρήν), πρβλ. θελξί φρων, ταλασί φρων] … Dictionary of Greek
λυσίφρων — λυσίφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες 2. ταραγμένος, σαστισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + φρων (< φρήν, φρενός «φρόνηση, φροντίδα»), πρβλ. θελξί φρων, λαθί φρων] … Dictionary of Greek
οιησίφρων — οἰησίφρων, ον (Α) δοκησίσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί φρων, ρηξί φρων] … Dictionary of Greek
τελεσσίφρων — και τελεσίφρων, ονος, ό, ἡ, Α 1. (ιδίως για την θεά Εκδίκηση) αυτός που πραγματοποιεί τα σχέδιά του, που εκπληρώνει τις προθέσεις του 2. πιθ. (για τη θεά Μνήμη) αυτός που τελειοποιεί τις πνευματικές δυνάμεις τού ανθρώπου («Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ … Dictionary of Greek
τερψίφρων — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που τέρπει την καρδιά και το μυαλό, ευάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί φρων] … Dictionary of Greek
τλησίφρων — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «τλησίφρονα ύπομονητικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί φρων] … Dictionary of Greek
θελξίφρων — θελξίφρων, ον (Α) 1. θελξίνους* 2. επίθ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek