πρακτός

πρακτός

πρακτός, adj. verb. von πράσσω, gethan, zu thun, thunlich; τὰ πρακτά, das was man thut, Arist. eth. 1, 2; von ποιητός unterschieden, 6, 4; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρακτός — things to be done masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… …   Dictionary of Greek

  • πρακτά — πρακτός things to be done neut nom/voc/acc pl πρακτά̱ , πρακτός things to be done fem nom/voc/acc dual πρακτά̱ , πρακτός things to be done fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτόν — πρακτός things to be done masc acc sg πρακτός things to be done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτοῖς — πρακτός things to be done masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτοῦ — πρακτός things to be done masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτῷ — πρακτός things to be done masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριόπρακτος — θηριόπρακτος, ον (Μ) θηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά πρακτος, μονό πρακτος] …   Dictionary of Greek

  • ιερόπρακτος — ἱερόπρακτος, ὁ (Α) ιεροποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρακτος (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος, φιλό πρακτος] …   Dictionary of Greek

  • μονόπρακτος — η, ο 1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία») 2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα τού Μπρεχτ»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ευκατάπρακτος — εὐκατάπρακτος, ον (Α) αυτός που κατορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πρακτος (< κατα πράσσω), πρβλ. δυσ κατά πρακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”