- λεοντό-χορτος
λεοντό-χορτος, od. λεοντοχόρτας, von Löwen verzehrt, Aesch. fr. 304; vgl. Lob. Paralip. 466.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντό-χορτος, od. λεοντοχόρτας, von Löwen verzehrt, Aesch. fr. 304; vgl. Lob. Paralip. 466.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινόχορτος — λινόχορτος, ό, και λινόχορτον, τὸ (Α) δέσμη λίνου και χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χορτος (< χόρτος), πρβλ. λεοντό χορτος, πάγ χορτος] … Dictionary of Greek