- παρα-καίριος
παρα-καίριος, unzeitig, ungebührlich, Hes. O. 331, zur Unzeit gesagt, gethan, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-καίριος, unzeitig, ungebührlich, Hes. O. 331, zur Unzeit gesagt, gethan, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… … Dictionary of Greek