- λεξείδιον
λεξείδιον, τό, dim. von λέξις, Wörtchen, Democr. bei Clem. Al. strom. 1, 3, 22; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεξείδιον, τό, dim. von λέξις, Wörtchen, Democr. bei Clem. Al. strom. 1, 3, 22; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεξείδιον — λεξείδιον, τὸ (Α) βλ. λεξίδιον … Dictionary of Greek
λεξίδιο — το (Α λεξίδιον και λεξείδιον) μικρή λέξη, λέξη που αποτελείται από λίγες συλλαβές ή λίγους φθόγγους αρχ. 1. όρος, έκφραση 2. πρόταση, φράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον). Ο τ. λεξείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek