παρ-ακμάζω

παρ-ακμάζω

παρ-ακμάζω, abnehmen an Blüthe, verblühen, veralten; τὸ μὲν τῆς ὥρας ἄνϑος ταχὺ δήπ ου παρακμάζει, Xen. Symp. 8, 14; κάλλος, 4, 17; vgl. οἱ παρηκμακότες, Mem. 4, 4, 23; οἱ πρεσβύτεροι καὶ παρηκμακότες vrbdt Arist. rhet. 2, 13; Pol. 6, 51, 5 setzt gegenüber ἡ μὲν Καρχηδὼν ἤδη τότε παρήκμαζεν, ἡ δὲ Ῥώμη μάλιστα τότ' εἶχε τὴν ἀκμήν; Plut. vrbdt es mit παρανϑέω, Caes. 69; auch von Leidenschaften, Brut. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • αναβλέπω — (Α ἀναβλέπω) 1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω, 2. ανακτώ την όραση μου αρχ. ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλέπω. ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις] …   Dictionary of Greek

  • ανακμάζω — ἀνακμάζω (Α) ξεσπώ εκ νέου με ορμή (για «στάσιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ἀκμάζω. ΠΑΡ. ἀνακμαστικός] …   Dictionary of Greek

  • αναλάμπω — (Α ἀναλάμπω) εκπέμπω λάμψη ή φλόγα, ακτινοβολώ, λάμπω νεοελλ. ανακτώ την προηγούμενη αίγλη μου, ακμάζω εκ νέου αρχ. 1. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, ανάβω 2. (για πόλεμο) ξεσπώ και πάλι 3. (για πρόσωπα) συνέρχομαι, αναζωογονούμαι 4. κάνω κάτι να… …   Dictionary of Greek

  • ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… …   Dictionary of Greek

  • θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …   Dictionary of Greek

  • παρακμάζω — ΝΑ 1. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, χάνω την ακμή, τη δύναμη, τη ζωτικότητα ή την αξία μου, φθίνω, μαραίνομαι, ξεπέφτω αρχ. μτφ. α) (για άνεμο) κοπάζει η ορμή μου, καταπέφτω, παύω β) (για ψυχικά πάθη) εξασθενίζω, μειώνομαι («ὅταν παρακμάσῃ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”