- παραι-βαδόν
παραι-βαδόν, daneben- od. dranhingehend, ἀτραπιτοῖο, Opp. Cyn. 1, 484, Conj. für das verderbte παραίβατον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραι-βαδόν, daneben- od. dranhingehend, ἀτραπιτοῖο, Opp. Cyn. 1, 484, Conj. für das verderbte παραίβατον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραιβαδόν — Α επίρρ. (με γεν.) βαδίζοντας δίπλα ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («παραιβαδὸν ἀτραπιτοῑο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + βαδόν (< θ. βαδ τού βαίνω*, πρβλ. εμβάδ ες, βάδην, βαδίζω), πρβλ. ανα βαδόν, εμ βαδόν] … Dictionary of Greek