θιασώτης

θιασώτης

θιασώτης, , Mitglied eines ϑίασος, dah. Verehrer eines Gottes, Eur. Bacch. 548; πάντες ἐσμὲν τοῦ ϑεοῦ (Ἔρωτος) ϑιασῶται Xen. Conv. 8, 1; Is. 9, 30; Arist. Eth. 8, 10 u. Sp.; bei D. C. 56, 46 Priester der als Götter verehrten Kaiser. – Uebh. Schüler, Anhänger, Themist. – Auch Dionysos selbst heißt so als Vorsteher der ϑίασοι, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 8).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θιασώτης — member of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτης — ο θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, ιδος) [θίασος] ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος αρχ. 1. μέλος θρησκευτικού θιάσου 2. λάτρης, πιστός 3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής 4. (για τον Βάκχο)… …   Dictionary of Greek

  • θιασώτης — ο οπαδός κάποιας ιδέας, φανατικός υποστηριχτής, θαυμαστής, λάτρης: Η άποψη αυτή έχει πολλούς θιασώτες. – Είμαι θιασώτης της ευρωπαϊκής ιδέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θιασωτῶν — θιασώτης member of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασῶται — θιασώτης member of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώταις — θιασώτης member of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτην — θιασώτης member of a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτου — θιασώτης member of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτῃ — θιασώτης member of a masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτις — η (Α θιασῶτις) βλ. θιασώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θιασώτης*] …   Dictionary of Greek

  • θιασώτας — θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc acc pl θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”