- παρα-κελευσμός
παρα-κελευσμός, ὁ, = παρακέλευσις; Thuc. 4, 11; μεστὸν τὸ στράτευμα παρακελευσμοῦ, Xen. Cyr. 3, 3, 59; ἐναγώνιος, Pol. 10, 11, 5; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κελευσμός, ὁ, = παρακέλευσις; Thuc. 4, 11; μεστὸν τὸ στράτευμα παρακελευσμοῦ, Xen. Cyr. 3, 3, 59; ἐναγώνιος, Pol. 10, 11, 5; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.