- θεός-δωρος
θεός-δωρος, dasselbe, Tzetz. ad Lycophr. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεός-δωρος, dasselbe, Tzetz. ad Lycophr. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] … Dictionary of Greek