θεός

θεός

θεός, (nach Her. 2, 52 ὅτι κόσμῳ ϑέντες τὰ πάντα πρήγματα καὶ πάσας νομὰς εἶχον, nach Plat. Crat. 397 d u. A. verwandt mit ϑέω, von den Gestirnen, die zuerst als Götter verehrt wurden; Andere bringen es mit Ζεύς, Διός, deus, zusammen; Andere mit ϑέσσασϑαι, Curt. Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 230), dor. ϑεύς, Hdn. περὶ μ. λ. 6, 8, Call. Cer. 58, ϑεῦν 130, lacon. σιός;Gott, Gottheit. Bei Hom. sowohl plur. als sing., so daß bei letzterm nicht immer an eine bestimmte Gottheit zu denken, wie etwa an Zeus, sondern an die über den Menschen waltende höhere Gewalt, Gottheit, die auch als ϑεοῦ μοῖρα bezeichnet wird, u. als μοῖρα allein, vgl. Nägelsbach Homerische Theologie. Sonst bestimmen Beiwörter oder die Zusammensetzungen, welcher Gott gemeint ist, z. B. ἐπερωτᾶν τὸν ϑεόν, das Orakel des Apollo befragen. Oft findet sich ϑεὸς ὥς, ὥστε ϑεός, ϑεῷ ἐναλίγκιος, um das Höchste u. Vollkommenste unter den Menschen zu bezeichnen, das an die Vortrefflichkeit der Götter hinanreicht; – ὑπὲρ ϑεόν, über, d. i. wider den Willen des Gottes, Il. 17, 327; σὺν ϑεῷ, unter Gottes Beistand, 9, 49; σὺν ϑεοῖς, 24, 230, auch bei Folgdn; Ggstz ἄνευ u. ἄνευϑε ϑεοῦ, Od. 15, 530 Il. 5, 185, gegen den Willen der Götter, von Gott verlassen; πρὸς ϑεῶν, bei den Göttern, als Betheuerung. – Fem. ἡ ϑεός, Il. 1, 516; μήτε ϑήλεια ϑεός, μήτε τις ἄρσην 8, 7; Soph. Ai. 401. 925 u. a. D.; auch in Prosa, wie Dem. cor. init. u. Plat.; so sind in dem Schwur der Frauen, νή od. μὰ τὼ ϑεώ, Demeter u. Persephone gemeint, Ar. Lys. 112 Eccl. 532 u. A. – Als Adj. erscheint es Od. 13, 111, ϑύραι ϑεώτεραι, Thore, deren sich die Götter mehr bedienen, wie D. Per. 257 ϑεώτερος ναός sagt; χορὸς ϑεώτερος Callim. Ap. 93. – Bei Sp. ist ὁ ϑεὸς Καῖσαρ divus, Strab. IV, 177, oft, [Θεοί ist einsylbig gebraucht Il. 1, 17, ϑεῶν Hes. th. 44, ϑεοῖσιν zweisylbig Od. 14, 951, u. so oft bei att, Dichtern.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεός — God masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • θεός — ο θηλ. θεά 1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου. 2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος. 3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θέος, Δήμος — (Καρδίτσα 1935 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής. Χαρακτηριστικό στοιχείο των ταινιών του είναι ο υπερτονισμός της αισθητικής πλευράς της τέχνης, που ορισμένες φορές… …   Dictionary of Greek

  • Ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… …   Dictionary of Greek

  • Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εὑρὲ Θεός τὸν ἀλιτρόν. — См. Виноватого Бог сыщет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”