θεό-πρεπτος

θεό-πρεπτος

θεό-πρεπτος, = ϑεοπρεπής, Or. Sib.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόπρεπτος — θεόπρεπτος, ον (Α) ο θεοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπτος (< πρέπω), πρβλ. εύ πρεπτος, πάμ πρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • μιλτόπρεπτος — μιλτόπρεπτος, ον και, κατά τον Ευστ., μιλτόπρεπος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, όπως η μίλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + πρεπτος και πρεπος (< πρέπω), πρβλ. θεό πρεπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”