παρα-κινδῡνεύω

παρα-κινδῡνεύω

παρα-κινδῡνεύω, Etwas wagen, es mit Gefahr unternehmen; absolut, Andoc. 2, 11 u. A.; c. inf., ὅςτις παρεκινδύνευσεν Ἀϑηναίοις εἰπεῖν τὰ δίκαια, Ar. Ach. 620; Vesp. 6 u. öfter; auch pass., παρακεκινδυνευμένον ἔπος, Ran. 99; Thuc. 4, 26; Plat. Euthyphr. 15 d u. öfter; τοσοῦτον κίνδυνον, Alc. II, 151 a; ὅτι παρακινδυνεύσοιεν χάριτα αὐτοῖς ἀποδοῦναι, Xen. Hell. 3, 5, 16; Sp. oft; ἐπισφαλὲς καὶ παρακεκινδυνευμένον, Luc. Alex. 32; χαλεπὴν καὶ παρακεκινδυνευμένην αὐτοῖς ἐποίει τὴν ἔντευξιν, Plut. Caes. 9; παρακεκινδυνευμένας μάχας ποιεῖσϑαι, D. Hal. 9, 30; – Thuc. 3, 36 vrbdt auch παρακινδυεῦσαι εἰς Ἰωνίαν, was der Schol. erkl. μετὰ κινδύνου ἐλϑεῖν εἰς Ἰωνίαν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινδυνευτής — ακινδυνευτής, ὁ (Α) [κινδυνεύω] ο ριψοκίνδυνος και παράτολμος άνθρωπος («παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταί», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • κοντεύω — (I) και κοντεύγω (Μ κοντεύω και κοντεύγω) 1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον ή κάτι, έρχομαι κοντά («κάνε υπομονή, κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό») 2. φέρνω κοντά, σιμώνω («όντα θα με κοντέψουνε στής εκκλησιάς τη στράτα», Πασπάτ.) 3. (ενεργ. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”