- παρα-γιγνώσκω
παρα-γιγνώσκω, später -γινώσκω (s. γιγνώσκω), eigtl. am Rechte vorbei erkennen od. entscheiden, τοῠ δικαίου, falsch od. ungerecht entscheiden, falsch urtheilen, Xen. Mem. 1, 1, 17; Isocr. 12, 17; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-γιγνώσκω, später -γινώσκω (s. γιγνώσκω), eigtl. am Rechte vorbei erkennen od. entscheiden, τοῠ δικαίου, falsch od. ungerecht entscheiden, falsch urtheilen, Xen. Mem. 1, 1, 17; Isocr. 12, 17; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek