- λιταργισμός
λιταργισμός, ὁ, die Eile, der Lauf, nach Schol. Ar. Nubb. 1234 = σκιρτήματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιταργισμός, ὁ, die Eile, der Lauf, nach Schol. Ar. Nubb. 1234 = σκιρτήματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιταργισμός — λιταργισμός, ὁ (Α) [λιταργίζω] βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο … Dictionary of Greek