- λισσάς
λισσάς, άδος, ἡ, bes. fem. zu λισσός, λισσάδες πέτραι, Eur. Andr. 534, wie Aesch. Suppl. 775 u. Ap. Rh. 2, 731 u. Theocr. 22, 37; auch subst., Plut. Mar. 23; Klippe, wie Opp. H. 2, 320.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λισσάς, άδος, ἡ, bes. fem. zu λισσός, λισσάδες πέτραι, Eur. Andr. 534, wie Aesch. Suppl. 775 u. Ap. Rh. 2, 731 u. Theocr. 22, 37; auch subst., Plut. Mar. 23; Klippe, wie Opp. H. 2, 320.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λισσάς — και βοιωτ. τ. λιττάς, άδος, ἡ (Α) [λισσός] 1. ως επίθ. λεία («λισσάς... πέτρα», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. α) λείος, απότομος, γυμνός γκρεμός («κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα καὶ λισσάδας ἀχανεῑς ἐχόντων», Πλούτ.) β) λεία επιτάφια πέτρα … Dictionary of Greek
λισσάς — bare fem nom sg λισσά̱ς , λισσός smooth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδα — λισσάς bare fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδας — λισσάς bare fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδες — λισσάς bare fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδι — λισσάς bare fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδος — λισσάς bare fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσάδων — λισσάς bare fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιττάς — λιττάς, άδος, ἡ (Α) βλ. λισσάς … Dictionary of Greek
οιόφρων — οἰόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ πιὰς πέτρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονό φρων] … Dictionary of Greek
Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek