θερινός — Aër. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινός — ή, ό (ΑΜ θερινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο») 2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή» β) «θερινά ενδύματα») 3. φρ. «θερινή ώρα» η τοποθέτηση τών δεικτών τού… … Dictionary of Greek
θερινός — ή, ό καλοκαιρινός: Θερινή στολή. – Θερινές διακοπές. – Θερινή ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερινά — θερινός Aër. neut nom/voc/acc pl θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc/acc dual θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινῶν — θερινός Aër. fem gen pl θερινός Aër. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινόν — θερινός Aër. masc acc sg θερινός Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριναῖς — θερινός Aër. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριναί — θερινός Aër. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινοῖς — θερινός Aër. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινοῖσι — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερινοῖσιν — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)