- λιπ-ήμερος
λιπ-ήμερος, Erkl. von ἀλιτήμερος bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπ-ήμερος, Erkl. von ἀλιτήμερος bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπήμεροι — λιπήμεροι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ μὴ γεννώμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος, υπερ ήμερος] … Dictionary of Greek