- λιπο-τάκτης
λιπο-τάκτης, ὁ, = λειποτάκτης, Suid. erkl. ὁ τὴν τάξιν καταλιπών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπο-τάκτης, ὁ, = λειποτάκτης, Suid. erkl. ὁ τὴν τάξιν καταλιπών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωροτάκτης — ο, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην χωροταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + τάκτης (< τάσσω), πρβλ. λιπο τάκτης] … Dictionary of Greek