- λιπο-πτόλεμος
λιπο-πτόλεμος, der den Krieg verlassen, aufgegeben hat, Nonn. D. 35, 389.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπο-πτόλεμος, der den Krieg verlassen, aufgegeben hat, Nonn. D. 35, 389.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακροπτόλεμος — μακροπτόλεμος, ον (Α) (κατά μεταφορά τού ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πτόλεμος (πρβλ. λιπο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος)] … Dictionary of Greek