λιπ-εργάτης

λιπ-εργάτης

λιπ-εργάτης, , der seine Arbeit verläßt, Long. 2, 22, wo Schäfer λιπερνήτης vermuthet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιπεργάτης — λιπεργάτης, ὁ (Α) αυτός που εγκαταλείπει το έργο του, ο εργάτης που εγκαταλείπει την εργασία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”