- λιπ-αυγής
λιπ-αυγής, ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαϑύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπ-αυγής, ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαϑύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαυγής — λιπαυγής, ές (Α) 1. αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιος 2. τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + αυγής (< αὐγή [ἡ] ή *αὖγος [τὸ]), πρβλ. δι αυγής] … Dictionary of Greek