- παρα-κατ-εσθίω
παρα-κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω), daneben verspeisen, Sotad. bei Ath. IX, 368 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω), daneben verspeisen, Sotad. bei Ath. IX, 368 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek