- λιπό-κωπος
λιπό-κωπος, ohne Griff, φασγανίδες, Phani. 6 (VI, 307), wo cod. Vat. λιπόκοπτος hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπό-κωπος, ohne Griff, φασγανίδες, Phani. 6 (VI, 307), wo cod. Vat. λιπόκοπτος hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγκωπος — μελάγκωπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρη λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κώπη (πρβλ. λιπό κωπος, φιλό κωπος)] … Dictionary of Greek