παρα-κατα-τίθημι

παρα-κατα-τίθημι

παρα-κατα-τίθημι (s. τίϑημι), Etwas für einen Andern bei einem Dritten niederlegen, in Verwahrung geben, Lob. Phryn. 313. Gew. im med., für sich Etwas bei Einem niederlegen, es ihm anvertrauen, τινί τι, Her. 3, 59; Xen. Hell. 6, 1, 2; τινὸς παρα-καταϑεμένου τι ὁτῳοῦν, μὴ σωφρόνως ἀπαιτοῦντι ἀποδιδόναι, Plat. Rep. I, 331 e; Legg. V, 742 c; πίστεις, Din. 1, 71; τοὺς παῖδας τοῖς διδασκάλοις, Aesch. 1, 9, wie νόμους τινί, ib. 7, worauf folgt ἡμᾶς ἐπέστησαν φύλακας αὐτῶν; Sp., τὴν πόλιν παρακαταϑέσϑαι τῇ Ἀϑηνᾷ, Plut. Them. 10, zum Schutz anvertrauen, vgl. Phoc. 37; auch τὰ σώματα παρακαταϑέμενοι, daran wagend, Aesch. 3, 180; – παρκάτϑετο Νύμφαις, Ap. Rh. 2, 504; Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”