- παρ-αγωγιάζω
παρ-αγωγιάζω, den Durchgangs- oder Ausfuhrzoll fordern, von Einem, τινά, Pol. 4, 44, 4, vgl. 3, 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αγωγιάζω, den Durchgangs- oder Ausfuhrzoll fordern, von Einem, τινά, Pol. 4, 44, 4, vgl. 3, 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγωγιάζω — 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω 2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω. ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο] … Dictionary of Greek
αγώγι — και αγώι, το (Α ἀγώγιον) μεταφορά πράγματος (με αγωγιάτη) νεοελλ. 1. η αμοιβή για τη μεταφορά αυτή (ο όρος μόνο για τη μεταφορά που γίνεται με ζώα ή με άμαξα στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κόμιστρο και για τις θαλάσσειες μεταφορές… … Dictionary of Greek