- θαυματο-ποιός
θαυματο-ποιός, Wunder thuend, Gaukler, Taschenspieler; Plat. Soph. 235 h u. öfter; ϑαυματοποιῶν ἀσελγέστερος Dem. 2, 19; vgl. Ath. I, 19 e; ὄνειροι Luc. Somn. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαυματο-ποιός, Wunder thuend, Gaukler, Taschenspieler; Plat. Soph. 235 h u. öfter; ϑαυματοποιῶν ἀσελγέστερος Dem. 2, 19; vgl. Ath. I, 19 e; ὄνειροι Luc. Somn. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θειοποιώ — θειοποιῶ, έω (Α) θεοποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. θαυματο ποιώ (< θαυματο ποιός), λιθο ποιώ (< λιθο ποιός)] … Dictionary of Greek
ημεροποιός — ἡμεροποιός, όν (Α) αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθο ποιός, θαυματο ποιός] … Dictionary of Greek
θαλαμοποιός — θαλαμοποιός, όν (Α) 1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί τίτλος δράματος τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο ποιός, θαυματο ποιός) … Dictionary of Greek
θανατοποιός — θανατοποιός, όν (AM) αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + ποιος (< ποιώ), πρβλ. θαυματο ποιός, σκηνο ποιός] … Dictionary of Greek
ιστιοποιός — ὁ ναυτ. κατασκευαστής ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θαυματο ποιός, κεραμο ποιός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. maitre voilier. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
καθεκλοποιός — ο κατασκευαστής ή επισκευαστής καρεκλών, καρεκλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέκλα + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, θαυματο ποιός. Η λ., στον τ. καθεκλοποιοί, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
θεματοποιώ — θεματοποιῶ, έω (Α) σχηματίζω θέμα ή ρίζα, κάνω ένα θέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζωο ποιώ (< ζωοποιός), θαυματο ποιώ (< θαυματοποιός)] … Dictionary of Greek
πενθοποιώ — έω, Α επιφέρω θρήνο, προκαλώ οδυρμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. θαυματο ποιώ] … Dictionary of Greek