- λασιό-θριξ
λασιό-θριξ, τριχος, dicht-, rauchhaarig; αἶγες, Opp. Hal. 4, 369; παλμός, Nonn. D. 38, 359.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασιό-θριξ, τριχος, dicht-, rauchhaarig; αἶγες, Opp. Hal. 4, 369; παλμός, Nonn. D. 38, 359.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντόθριξ — κοντόθριξ, τριχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λασιό θριξ, ουλό θριξ] … Dictionary of Greek