- παραι-φασία
παραι-φασία, ἡ, = Folgdm, sp. D., wie Agath. 6 (V, 285), Ap. Rh.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραι-φασία, ἡ, = Folgdm, sp. D., wie Agath. 6 (V, 285), Ap. Rh.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραιφασίη — ἡ, και ποιητ. τ. παρφασία, Α 1. συμβουλή, παραίνεση 2. ενθάρρυνση, προτροπή 3. παραμυθία, παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + φασία / φασίη (< φατος < φατός < φημί), πρβλ. αμ φασίη] … Dictionary of Greek