- θύννειος
θύννειος, vom Thunfisch; ταρίχη Ath. III, 116 e; τὰ ϑ., sc. κρέα, Thunfischfleisch, Ar. Equ. 354; τὸ ϑύννειον Ath. XIV, 649 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύννειος, vom Thunfisch; ταρίχη Ath. III, 116 e; τὰ ϑ., sc. κρέα, Thunfischfleisch, Ar. Equ. 354; τὸ ϑύννειον Ath. XIV, 649 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύννειος — θύννειος, α, ον (Α) [θύννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θύννο, στον τόν(ν)ο 2. (το ουδ. εν. ή πληθ.) τὸ θύννειον (ενν. κρέας) και τα θύννεια (ενν. κρέα) η σάρκα τού τόν(ν)ου 3. φρ. «ταρίχη θύννεια» κρέας τόν(ν)ου που διατηρείται με… … Dictionary of Greek
θυννείων — θύννειος of the tunny fish fem gen pl θύννειος of the tunny fish masc/neut gen pl θυννεῖον of the tunny fish neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννειον — θύννειος of the tunny fish masc acc sg θύννειος of the tunny fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννείου — θύννειος of the tunny fish masc/neut gen sg θυννεῖον of the tunny fish neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννεια — θύννειος of the tunny fish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννειοι — θύννειος of the tunny fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννεία — θυννείᾱ , θύννειος of the tunny fish fem nom/voc/acc dual θυννείᾱ , θύννειος of the tunny fish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυνναίος — θυνναῑος, αία, ον (Α) [θύννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόν(ν)ο, θύννειος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυνναῑον η προσφορά στον Ποσειδώνα τού πρώτου τόν(ν)ου που αλιεύθηκε … Dictionary of Greek
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek