λύγξ [2]

λύγξ [2]

λύγξ, υγγός, ἡ, der Schlucken; Thuc. 2, 49, παῠσαί με τῆς λυγγός Plat. Conv. 185 d, wo er auch sagt τυχεῖν αὐτῷ τινα λύγγα ἐπιπεπτωκυῖαν. – Auch das Schluchzen, Weinen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λύγξ — 1 lynx masc/fem nom/voc sg λύγξ 2 hiccup fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …   Dictionary of Greek

  • Λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …   Dictionary of Greek

  • λυγξίν — λύγξ 1 lynx masc/fem dat pl (epic) λύγξ 2 hiccup fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγί — λύγξ 2 hiccup fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγῶν — λύγξ 2 hiccup fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγός — λύγξ 2 hiccup fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγκῶν — λύγξ 1 lynx masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγκός — λύγξ 1 lynx masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγγα — λύγξ 2 hiccup fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγγας — λύγξ 2 hiccup fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”