λύχνος

λύχνος

λύχνος, ὁ (ΛΥΚΗ, S. Emp. adv. gramm. 243 ἀπὸ τοῦ λύειν τὸ νύχος), Leuchte, Leuchter, Lampe; χρύσεος, Od. 19, 34, aus welcher Stelle hervorgeht, daß der λύχνος tragbar ist, nicht wie der λαμπτήρ feststeht, ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ' ἐν τῷ λύχνῳ, Ar. Nubb. 156; λύχνον ἅπτειν, 18; oft auch ἀνάψαι, Anacr. 13, 15; λύχνος ἡμμένος, Thuc. 4, 133; λύχνον καίειν, Matth. 5, 15; auch sprichwörtlich, λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτειν, Diogen. 6, 27. – Ggstz ἀποσβεννύναι, Ar. Plut. 668; λύχνος ἀπέσβηκε, Plat. conv. 218 b; πάννυχος, Her. 2, 130; ὁ μὲν λύχνος διὰ τὸ λαμπρὰν φλόγα ἔχειν φῶς παρέχει Xen. Conv. 7, 4; περὶ λύχνων ἀφάς, um die Zeit, wo man Lichter anzündet, gegen Anfang der Nacht, Her. 7, 215. – Die Lampen wurden nach der Anzahl der Dochte, welche darin brannten, unterschieden (s. δίμυξος u. ähnliche). – Der plur. wurde auch λύχνα gebildet (s. unter λύχνον); neben λύχνους ἅψω, ἂν σωϑῇς, ich werde illuminiren, Arr. Ep. 2, 17. – Bei Strab. XVII, 833 ein Fisch.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λύχνος — sno masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — ο το λυχνάρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЛИХН, ЛАМПА — •Λύχνος, была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из… …   Реальный словарь классических древностей

  • Лихн —    • Λύχνος,          была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из жаровен, покоившихся на высоких подставках или ножках и… …   Реальный словарь классических древностей

  • λύχνε — λύχνος sno masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνοι — λύχνος sno masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνους — λύχνος sno masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα …   Dictionary of Greek

  • λυχνάρι — το (Α λυχνάριον, Μ λυχνάριν) [λύχνος] νεοελλ. μσν. λύχνος μσν. πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι αρχ. μικρή λυχνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”