λόγιος

λόγιος

λόγιος, 1) der Rede kundig, beredt, Plut. Pomp. 51; bes. Beiwort des Hermes, als des Gottes der Redekunst, Luc. u. a. Sp., auch allein, τῷ λογίῳ ϑύσομεν, Luc. pro merc. cond. 2, wie ὁ λογιώτατος ϑεῶν ἁπάντων Gall. 2. – Uebh. gelehrt, wissenschaftlich gebildet, Her. 1, 1. 2, 77. 4, 46, bes. von den Geschichtskundigen, im Ggstz der epischen Sänger und Rhapsoden, wie Hesych. erkl. ἱστορίας ἔμπειρος; vgl. Pol. οἱ λογιώτατοι τῶν συγγραφέων, 6, 45, 1; Arist., der seine Schüler λογίους, den Theophr. λογιώτατον nannte, Strab. XIII p. 919; λόγιος περὶ τὴν φύσιν, Arist. pol. 2, 8. Bei Plut. Syll. 7 scheinen Τυῤῥηνῶν οἱ λόγιοι die Wahrsager zu sein, vgl. λόγιον u. Arr. An. 7, 16, 8. – 2) im Ggstz von ἀοιδός ist λόγιος der sich der gewöhnlichen, prosaischen Rede Bedienende, καὶ ἀοιδοί, Pind. P. 1, 94 u. N. 6, 47, die bei den Festschmäusen nicht durch Gesang, sondern durch prosaische Unterhaltung, Erzählungen ergötzten. – 3) Später heißen so bes, die Dialektiker. – Auch übh. ein kluger, gewandter, im praktischen Leben erfahrener Mann, Eur. Ion 602. – Nach Demetr. Phalar. 38 nannte man auch später λόγιος im Styl, was früher μεγαλοπρεπές geheißen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λόγιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγιος — Προσωνυμία του Ερμή ως θεού της γλώσσας και της ευγλωττίας, σε αντίθεση με τον Κερδώο Ερμή. Βλ. λ. Ερμής. * * * ια, ιο (AM λόγιος, ία, ιον) [λόγος] πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθής νεοελλ. 1. (και ως ουσ.) άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • λόγιος — α, ο αυτός που ασχολείται με τα γράμματα, ο μορφωμένος, ο καλλιεργημένος: Οι λόγιοι συγγραφείς του Βυζαντίου έγραψαν αξιόλογα έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ερμής ο Λόγιος — Τίτλος του πρώτου ελληνικού περιοδικού. Κυκλοφορούσε κάθε δεκαπέντε ημέρες στη Βιέννη από την 1η Ιανουαρίου 1811 έως την 1η Μαΐου 1821. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του (1811 14) ήταν ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Άνθιμος Γαζής και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • λογιώτερον — λόγιος of adverbial comp λόγιος of masc acc comp sg λόγιος of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιωτάτων — λόγιος of fem gen superl pl λόγιος of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιωτέρων — λόγιος of fem gen comp pl λόγιος of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιώτατα — λόγιος of adverbial superl λόγιος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιώτατον — λόγιος of masc acc superl sg λόγιος of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίως — λόγιος of adverbial λόγιος of masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύψωμος — Λόγιος από την Κωνσταντινούπολη (18ος 19ος αι.). Έζησε και πέθανε στο Παρίσι. Δεινός ελληνιστής, με εξαιρετική μόρφωση, χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους εκδότες αρχαίων κειμένων στην αντιγραφή και τη διόρθωση έργων του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”