- παρ-αιτητός
παρ-αιτητός, zu erbitten, zu besänftigen, ϑεοί, Plat. Legg. X, 905 d, öfter, u. Sp.; – zu verbitten, abzulehnen, Plut. de aud. poet. 5 (p. 86).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αιτητός, zu erbitten, zu besänftigen, ϑεοί, Plat. Legg. X, 905 d, öfter, u. Sp.; – zu verbitten, abzulehnen, Plut. de aud. poet. 5 (p. 86).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαραίτητος — εὐπαραίτητος, ον (Α) 1. ευδιάλλακτος, ευεξιλέωτος 2. αυτός που διατίθεται εύκολα 3. αυτός που παρέχει βάσιμη δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ αιτητός (< παρ αιτούμαι)] … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek