λόγχη

λόγχη

λόγχη, , die Lanzenspitze, das spitzige Eisen vorn am Wurfspieße, der Schaft hieß ξυστόν; κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός, Soph. Trach. 853; Her. 1, 52. 7, 69; εἶχον αἰχμὰς μικράς, λόγχαι δ' ἐπῆσαν μεγάλαι, wo mit αἰχμή die ganze Lanze bezeichnet ist, 78; χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ Pind. N. 10, 60; übh. Lanze, Speer, ἀλεξίμβροτος, 8, 30; Tragg., δορικράνου λόγχης ἰσχύς Aesch. Pers. 145, Δωρίδος λόγχας ὕπο 803; ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα Soph. Ant. 119, öfter, wie Eur., auch eine Schaar Lanzenträger; ἠκονῶντο λόγχας καὶ μαχαίρας Xen. Hell. 7, 5, 20; Sp. Sprichwörtlich οὐκ ἐκ ϑύμβρας λόγχη γίνεται, Ath. V, 187 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λόγχη — spear head fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχῃ — λόγχη spear head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — η 1. ατσαλένιο αιχμηρό έλασμα, σαν ξίφος, που στερεώνεται στην άκρη της κάννης στρατιωτικού τουφεκιού: Με τη λόγχη του σκότωσε πολλούς εχθρούς. 2. ιερό σκεύος της εκκλησίας: Ο άρτος για τη μετάληψη κόβεται με την αγία λόγχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογχῇ — λογχάζω fut ind mid 2nd sg (doric) λογχάζω fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχαι — λόγχη spear head fem nom/voc pl λόγχᾱͅ , λόγχη spear head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχηι — λόγχῃ , λόγχη spear head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχῶν — λόγχη spear head fem gen pl λογχάζω fut part act masc voc sg λογχάζω fut part act neut nom/voc/acc sg λογχάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχαιν — λόγχη spear head fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχαις — λόγχη spear head fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχαισι — λόγχη spear head fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”