λόχμη

λόχμη

λόχμη, ἡ (λόχος), Wildlager, Dickicht, Gebüsch, das dem Wilde zum Lager dient, ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς, Od. 19, 439. 445; λόχμας ὑπὸ κυανέας Pind. Ol. 6, 40, vgl. P. 4, 244, der Wald, wie Ol. 11, 31; ἔχω μασχάλας λόχμης δασυτέρας Ar. Eccl. 61, vgl. Lys. 800; u. in späterer Prosa, Ael. H. A. 13, 14, Luc. Philopatr. 10; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λόχμη — thicket fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμῃ — λόχμη thicket fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λόχμη — η πυκνό μέρος του δάσους από θάμνους, όπου κρύβονται άγρια ζώα ή θηράματα: Ο λαγός τρόμαξε και φώλιασε στη λόχμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόχμαι — λόχμη thicket fem nom/voc pl λόχμᾱͅ , λόχμη thicket fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμαις — λόχμη thicket fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμαισι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμην — λόχμη thicket fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμης — λόχμη thicket fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμῃσι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχμαίος — λοχμαῑος, αία, ον (Α) [λόχμη] αυτός που ανήκει σε λόχμη ή αυτός που διαμένει, που κρύβεται σε λόχμη («Μοῡσα λοχμαία» το αηδόνι, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”