- παρ-ακροάομαι
παρ-ακροάομαι, = παρακούω, bes. ungehorsam sein, Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ακροάομαι, = παρακούω, bes. ungehorsam sein, Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek