- λυκ-άνθρωπος
λυκ-άνθρωπος, ὁ, (Wolfsmensch, eigtl. der die Gestalt u. Stimme eines Wolfes annimmt, Wärwolf), der an der λυκανϑρωπία leidet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυκ-άνθρωπος, ὁ, (Wolfsmensch, eigtl. der die Gestalt u. Stimme eines Wolfes annimmt, Wärwolf), der an der λυκανϑρωπία leidet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεατράνθρωπος — ο ο άνθρωπος τού θεάτρου, ο αφιερωμένος στο θέατρο, αυτός που ζει για το θέατρο και από το θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + άνθρωπος (< άνθρωπος), πρβλ. βατραχ άνθρωπος, λυκ άνθρωπος] … Dictionary of Greek