λυγδίνεος, = Folgdm, λυγδινέη δειρή Rufin. 36 (V, 48).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυγδίνεος — λιγδίνεος, α, ον, θηλ. και η (Α) [λύγδινος] (για το σώμα) λύγδινος*, λείος, στιλπνός, χυτός σαν μάρμαρο … Dictionary of Greek
λυγδινέη — λυγδίνεος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)