- λυγιστός
λυγιστός, gebogen, zu biegen, biegsam.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυγιστός, gebogen, zu biegen, biegsam.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυγιστός — ή, ό [λυγίζω] 1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος 2. λυγισμένος, κεκαμμένος 3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος … Dictionary of Greek
λυγιστός — ή, ό 1. λυγισμένος. 2. αυτός που περπατάει με νάζι: Μας πλησίασε κουνιστή και λυγιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλύγιστος — η, ο 1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος 2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγιστός < λυγίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά] … Dictionary of Greek
ευλύγιστος — η, ο (Μ εὐλύγιστος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά») 2. (για μέλη τού σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος νεοελλ. (για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
λυγιστικός — ή, ό (Α λυγιστικός, ή, όν) [λυγιστός] αυτός που κάμπτεται εύκολα, εύκαμπτος, ευλύγιστος … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
σειστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σειέται, ο κουνιστός: Έρχεται σειστός και λυγιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)