λυκ-αυγής

λυκ-αυγής

λυκ-αυγής, ές, zweitichtig, dämmerhell, Heraclid. alleg. Hom. 7; οὐδ' ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καϑάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω, Morgendämmerung, Luc. V. H. 2, 12; Philops. 14; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιπαραυγής — λιπαραυγής, ές (Α) αυτός που ακτινοβολεί λαμπρά, φωτεινός, στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + αυγής (< αὐγή [ἡ] ή *αὖγος [τὸ]), πρβλ. λυκ αυγής, πυρ αυγής] …   Dictionary of Greek

  • πυραυγής — και πυριαυγής, ές, Α λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* / πυρι + αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ αυγής, φωτ αυγής] …   Dictionary of Greek

  • φωταυγής — ές, Μ 1. λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταυγές λαμπρότητα, φωταύγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ αυγής, πυρ αυγής] …   Dictionary of Greek

  • τηλαυγής — Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος. * * * ές, ΝΜΑ αυτός που φέγγει σε… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαυγής — ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη αρχ. 1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές φωτεινά, λαμπερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”