- λυκ-όφθαλμος
λυκ-όφθαλμος, wolfsäugig, auch ἡ λ., ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 11, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυκ-όφθαλμος, wolfsäugig, auch ἡ λ., ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 11, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλόφθαλμος — κοιλόφθαλμος, ον (Α) αυτός που έχει κοίλα, βαθουλωτά, μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ὀφθαλμός (πρβλ. εξ όφθαλμος, λυκ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
λαγόφθαλμος — και λαγώφθαλμος, η, ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, ον) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία αρχ. 1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό τού οφθαλμού 2.… … Dictionary of Greek
ψωρόφθαλμος — ον, Α αυτός που πάσχει από ψωροφθαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. λυκ όφθαλμος] … Dictionary of Greek