λυτήριος — λυτήριος, ον, θηλ. και ία (Α) [λυτήρ] 1. αυτός που ανακουφίζει κάποιον από κάτι («ὅπως γένοιτο τῶνδ ἐμοὶ λυτήριος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυτήριον λύτρο («τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾱν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
Λυτήριος — loosing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτήριος — loosing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτήριον — λυτήριος loosing masc/fem acc sg λυτήριος loosing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυτηρίοις — Λυτήριος loosing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτηρίοις — λυτήριος loosing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυτηρίου — Λυτήριος loosing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτηρίου — λυτήριος loosing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυτηρίους — Λυτήριος loosing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτηρίους — λυτήριος loosing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυτηρίων — Λυτήριος loosing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)