παρ-ελίσσω

παρ-ελίσσω

παρ-ελίσσω (s. ἐλίσσω), daneben drehen od. herumdrehen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • αμφελίσσω — ἀμφελίσσω (Α) (ποιητικός και ιωνικός τύπος αντί ἀμφιελίσσω) τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, συμπτύσσω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἑλίσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφελικτός] …   Dictionary of Greek

  • αμφιελίσσω — ἀμφιελίσσω (Α) περιελίσσω, περιτυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”