δήιος

δήιος

δήιος, ep, u. ion. = δάιος, feindlich, mörderisch; Grundbdtg wohl = brennend; das Wort hatte das Digamma. Alcman bei Priscian. 1, 21. 22 καὶ χεῖμα πῠρ τε δάFιον (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 650 frgm. 75), hieng also wohl unzweifelhaft mit δαίω »brennen« (Wurzel ΔΑF) zusammen; vgl. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1, 197. Bei Homer kommt merkwürdiger Weise δήιος in der Ilias oft vor, in der Odyssee niemals; und doch kann dieser Unterschied kaum für ctwas Anderes als für einen Zufall gelten, da δηιοτής und δηιόω in der Odyssee wie in der Ilias erscheinen. Homerische Formen von δήιος: δηίου, δηίοιο, δηίῳ, δήιον, δήιοι, δηίων, δηίοισι(ν), δηίους. Homerische Verbindungen: δήιον πῠρ, Iliad. 16, 301; δήιον πόλεμον 4, 281, vgl. μάχη πόλεμός τε δέδηεν u. Aehnliches s. v. δαίω; δηίῳ Ἄρηι, 7, 241; δηίων ϑυμοραϊστέων, ungewiß, ob δηίων oder ϑυμοραϊστέων substantivisch, Iliad. 16, 591; δήιον ἄνδρα, 6, 481; plural. δηίοισιν ἀνδράσι, 17, 148; entschieden substantivisch δήιοι »die Feinde«, 18, 208 ἐκ νήσου, τὴν δήιοι ἀμφιμάχωνται, 4, 373 ἀλλὰ πολὺ πρὸ φίλων ἑτάρων δηίοισι μάχεσϑαι, vgl. Apoll. lex. Homer. 58, 5 δήιοι· οἱ πολέμιοι. Das in δήιος scheint in einer Anzahl homerischer Stellen lang zu sein, in anderen homerischen Stellen aber kurz; vgl. z. B. Iliad. 9, 347 ἀλεξέμεναι δήιον πῠρ und 12, 276 νεῖκος ἀπωσαμένους δηίους u. 2, 415 πρῆσαι δὲ πυρὸς δηίοιο ϑύρετρα u. 2, 544. ϑώρηκας ῥήξειν δηίων ἀμφὶ στήϑεσσιν mit 6, 481 κτείνας δήιον ἄνδρα u. 7, 119 δηίου ἐκ πολέμοιο u. 5, 117 δηίῳ ἐν πολέμῳ. Doch ist die ganze Sache unsicher, da überall δηι mit Synizese als eine Sylbe gelesen werden kann. Wenn dabei Trochäische Versfüße herauskommen, so ist zu bedenken, daß der Trochäus anstatt des Dactylus bei Homer nichts Seltenes ist. Vgl. δηιόω δῃόω und Eustath. Iliad. 2, 544 p. 282, 29 τὸ δὲ δηίων ἐνταῠϑα οἱ παλαιοὶ ἀξιοῠσι δῄων ἀναγινώσκειν δισυλλάβως δίχα ἐκφωνήσεως τοῠ Ι, καὶ γίνεται οὕτω τὸ ἔπος ὁλοσπόνδειον. So wird geschrieben Aeschyl. Choeph. 628 ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ σέβας; dagegen Agam. 559 εὐναὶ γὰρ ἦσαν δηίων πρὸς τείχεσιν. Anyte 1 (VI, 123) χάλκεον ἀμφ' ὄνυχα στάζε φόνον δηίων. – Das neutr. plural. δήια bei Apoll. Rhod., 1, 635 δήια τεύχεα , u. bei Oppian., Cyn. 3, 295 δήια φῠλα. – Vgl. μενεδήιος, δηιοτής, δηιόω, δάιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… …   Dictionary of Greek

  • δήιος — δάιος hostile masc nom sg (epic) δήϊος , δάιος hostile masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενεδήιος — μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, ον (Α) αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α δήιος)] …   Dictionary of Greek

  • POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδήϊος — ἀδήϊος και ἀδῇος και δωρ. ἀδάϊος, ον (Α) 1. αλεηλάτητος, απείραχτος 2. (για πρόσωπα) άβλαφτος, άθικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δήϊος] …   Dictionary of Greek

  • δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… …   Dictionary of Greek

  • δηάλωτος — δηιάλωτος και δηιάλωτος, ον (Α) ο αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί ή κατακτηθεί στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήϊος «καταστρεπτικός, ολέθριος» + αλωτός (< θ. αλω τού ρ. αλίσκομαι)] …   Dictionary of Greek

  • δηίφοβος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Πρίαμου και της Εκάβης. Όταν πέθανε ο Πάρις, παντρεύτηκε την Ελένη, την οποία αγαπούσε από τότε που ζούσε ο αδελφός του. Ήταν μεταξύ εκείνων που αντιτάχθηκαν στην παράδοση της Ελένης… …   Dictionary of Greek

  • δηιοτής — δηϊοτής ( ῆτος), η (Α) [δήϊος] 1. η μάχη, η συμπλοκή στη μάχη 2. η σφαγή, ο θάνατος …   Dictionary of Greek

  • δηώνω — (AM δῃῶ) [δήιος] 1. λεηλατώ κάποια χώρα μετά την εισβολή μου σε αυτήν 2. καταστρέφω, κατερειπώνω, ρημάζω αρχ. 1. φονεύω, σφάζω 2. (για θηρία) κατασπαράζω 3. (για λόγχη) κόβω στα δύο 4. κουρεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”