δή-ποτε

δή-ποτε

δή-ποτε, richtiger δή ποτε geschrieben, von Homer an überall. Bei Homer haben entschieden beide Wörter, δή und ποτέ, ihre gesonderte, ursprüngliche Bdtg, sie verschmelzen nicht in einen neuen Begriff: Odyss. 6, 162 Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμ ῷ φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα: hier hebt δή das Δήλῳ hervor und ποτέ heißt »einst«; Iliad. 19, 271 οὐκ ἂν δή ποτε ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ἐμοῖσιν Ἀτρείδης ὤρινε διαμπερές; 1, 40 εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί' ἔκηα ταύρων ἠδ' αἰγῶν, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ, vgl. 1, 394 Δία λίσαι, εἴ ποτε δή τι ἢ ἔπει ὤνησας κραδίην Διὸς ἠὲ καὶ ἔργῳ. – Eurip. Hecub. 484 ποῦ τὴν ἄνασσαν δήποτ' οὖσαν Ἰλίου Ἑκάβην ἄν ἐξεύροιμι; – Am häufigsten nach Homer in der Frage: τί δή ποτε, was denn in aller Welt? warum denn das? Plat. Gorg. 450 b; Xen. Mem. 3, 2, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …   Dictionary of Greek

  • ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …   Dictionary of Greek

  • πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή …   Dictionary of Greek

  • ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά …   Dictionary of Greek

  • Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”