- μίλτινος
μίλτινος, = μίλτειος; τὸ μίλτινον, die rothe Farbe, Plut. qu. Rom. 98; μιλτίνη γραμμή, adv. Stoic. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίλτινος, = μίλτειος; τὸ μίλτινον, die rothe Farbe, Plut. qu. Rom. 98; μιλτίνη γραμμή, adv. Stoic. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίλτινος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτινος — ή, ο (Α μίλτινος, ίνη, ον) [μίλτος] κατασκευασμένος από μίλτο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινον η μίλτος … Dictionary of Greek
μίλτινον — μίλτινος of masc acc sg μίλτινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτίνην — μίλτινος of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτειος — μίλτειος, εία, ον (Α) 1. μίλτινος 2. φρ. «μίλτειον στάγμα» η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. ειος (πρβλ. θαλάσσ ειος)] … Dictionary of Greek